Με εξαίρεση τα χρόνια της Μυθολογίας και τη χρυσή κόμη του βασιλιά Πτερέλαου που τον έκανε αθάνατο, από τον 11ο π.Χ. αιώνα και μετά, η Κεφαλονιά, όπως με χιούμορ σημειώνουν ορισμένοι χρονογράφοι, κατακτήθηκε διαδοχικά από Σπαρτιάτες, Αθηναίους, τους Φίλιππο και Μέγα Αλέξανδρο, Αιτωλούς, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Βάνδαλους, Οστρογότθους, Πειρατές, Νορμανδούς, Ενετούς, Τούρκους, Γερμανούς κι από τον Λουί ντε Μπερνιέρ.
Ο Ντε Μπερνιέρ είναι ο Βρετανός νουβελίστας, συγγραφέας του μπεστ-σέλερ «Το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι», που το 2001, σε σκηνοθεσία του Τζον Μάντεν, μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη τροφοδοτώντας το ηλιόλουστο νησί με καύσιμο πολλών τουριστικών οκτανίων.
Ο Ντε Μπερνιέρ είναι προικισμένος αφηγητής και καταχωρημένος στο συλλογικό λογοτεχνικό υποσυνείδητο ως βιρτουόζος του γραπτού λόγου και προικισμένος αφηγητής, εντούτοις, μήτε το βιβλίο του μήτε η ταινία έτυχαν αμέριστης αγάπης από τους ντόπιους. Ή, τουλάχιστον, από μεγάλη μερίδα. Και εν προκειμένω δεν φταίει η ιδιοσυγκρασία τους, αυτή η ιδιότυπη υπερηφάνεια και ούτως ειπείν η ξεροκεφαλιά τους, χαρακτηριστικά της δικής τους επτανησιακής ψυχής που δεν χάνουν δοθείσης ευκαιρίας να καυχηθούν και διαφημίσουν, ιδιαίτερα μετά από άσπρους πάτους καλόπιοτης τοπικής Ρομπόλας, τότε που με τον τραγουδιστό τους λόγο γελούν και λένε: «Ποιος ολίγον, ποιος πολύ, όλοι είμεθα κουρλοί». Αλλά κουρλός, στα τοπικά, δεν σημαίνει τρελός. Σημαίνει πάθος για τον τόπο, σημαίνει και νόστος για τα πάτρια εδάφη.
Για τα πάτρια εδάφη δυσανασχέτησαν και για τις μεροληπτικές, πολιτικές απόψεις του Μπερνιέρ, οι οποίες, η αλήθεια είναι πως σκοπίμως χάθηκαν στην κινηματογραφική μετάφραση, αλλά μαζί τους θάμπωσε και η πολιτιστική κουλτούρα της Κεφαλονιάς μέσα σε μία κωμικοτραγική ιστορία αγάπης, βασισμένης μεν σε αληθινά γεγονότα, αλλά σε πολύ ελεύθερη απόδοση και μ’ ένα δυνατό μουσικό θέμα, η οποία διερευνά τους πολλούς ορισμούς του Έρωτα, όπου «η Ιστορία διαμορφώνεται μέσα από τις ιστορίες των απλών ανθρώπων». Υπό το πρίσμα αυτό, και η Ιστορία δεν αποδόθηκε στο μάξιμουμ και τα φλέγοντα της ταινίας θέματα δεν μπορούσαν να σιγοτραγουδήσουν στην καρδιά των ντόπιων. Άλλωστε, οι ίδιοι είναι εξπέρ σ’ αυτά. Για παράδειγμα, αυτοί έπαιζαν το μαντολίνο κάνα δυο αιώνες πριν ο Κορέλι κουρδίσει το δικό του.
Η Μουσική αποτελεί δομικό συστατικό της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς τους, ένας κτητικός έρωτας για τους Αργοστολιώτες, που εμπνεύστηκαν τις «Καντάδες», ρομαντικές μπαλάντες τραγουδισμένες από τους τροβαδούρους κάτω απ’ τα μπαλκόνια κοριτσιών, ενώ η sui generis καλλιτεχνική απάντηση του Ληξουρίου στη μουσική συνεκδοχή είναι η «Αριέττα», τραγουδισμένη από τενόρο κι από χορωδία. Από την άλλη, ο Έρωτας: στιγμές δόξας γνώριζε από τη δεκαετία του ’30 και πιο πριν, όπου στο Λιθόστρωτο, τη μεγάλη περαντζάδα στο Αργοστόλι, η κεφαλονίτικη ιδιοσυγκρασία αποθέωνε με κολόνιες την Αγάπη. «Πόλεμο των Αρωμάτων» ή το «Άρωμα Έρως», ερωτευμένα αγόρια και κορίτσια έραιναν με αρώματα τα υποκείμενα του πόθου τους και το έθιμο, κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, κρατάει και στις ημέρες μας.
Αλλά η αλήθεια να λέγεται: παρά τις αστοχίες της, η ταινία είναι εκείνη που κάρφωσε για τα καλά για την Κεφαλονιά την πινέζα πάνω στο χάρτη της διακεκαυμένης ζώνης των τουριστικών προορισμών.
Μετά τους τίτλους τέλους, ήταν θέμα χρόνου για το διεθνές τζετ-σετ να ανακαλύψει τη νέα φωτογενή γοητεία της: Στίβεν Σπίλμπεργκ, Τομ Χανκς, Μπρους Σπρίνγκστιν, ακόμα κι ο Αλ Γκορ, όλοι έχουν περάσει από εκεί κι όλοι, από τον Τζον Γκαλιάνο μέχρι τον Τζον Μπον Τζόβι κι από τη Μαντόνα μέχρι τον Αρμάνι και τον Τζόνι Ντεπ, πήδηξαν από το ντεκ τους στη στεριά, για να γευτούν την αστακομακαρονάδα στο κοσμοπολίτικο, γραφικό Φισκάρδο, συνοδεία άφθονης Ρομπόλας και Μοσχάτου, άλλης μίας κεφαλονίτικης υπερηφάνειας. Γιατί με Αμπελουργική παράδοση από την Ομηρική εποχή, τα κρασιά της Κεφαλονιάς αποδείχθηκαν βασικός παράγοντας για την οικονομική ανάκαμψη του νησιού τη δεκαετία του ’60, όταν εμπνευσμένοι οινοπαραγωγοί, όπως ο Καλλιγάς, ο Μεταξάς κι ο Κοσμετάτος, επένδυσαν στα κρασιά, βοηθώντας έτσι το νησί να επουλώσει τις πληγές του μετά τον Αρμαγεδδώνα.
Από μεταφυσική άποψη, αν το δεις, η Μοίρα, που συχνά μπορεί να χαρίζει με γενναιοδωρία κάτι εντυπωσιακά πρωτοφανές, κάποτε μπορεί απρόβλεπτα να μετατραπεί σε σατανική ερωμένη. Κι έτσι έριξε τη θυμωμένη ματιά της στο νησί το 1953. Μία από τις μεγαλύτερες τιμωρίες που θα μπορούσε να συμβεί σε αυτά τα ευλογημένα από τη φύση εδάφη. Ο καταστροφικός σεισμός των 7,3 Ρίχτερ ισοπέδωσε σχεδόν κάθε σπίτι στο νησί, το οποίο γεωγραφικά βρίσκεται ακριβώς ανατολικά από το μεγάλο τεκτονικό ρήγμα. Μεταξύ αυτών που ισοπεδώθηκαν ήταν και το χωριό της Σάμης (κι η παραλία της Αντίσαμου όπου γυρίστηκε η ταινία). Μόνο η βόρεια πλευρά γλίτωσε από το μένος του Εγκέλαδου. Έτσι, το Φισκάρδο, ο διατηρητέος οικισμός, με τα ενετικά κτίσματα, που τραβάει όπως τις μέλισσες το μέλι καλλιτέχνες πρώτης γραμμής, επέζησε αυτής της μεγάλης τραγωδίας και μπορεί και διατηρεί έως σήμερα τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της εποχής.
Η παραθαλάσσια Άσσος, από την άλλη, ισοπεδώθηκε, αλλά ξαναχτίστηκε από την αρχή με τη βοήθεια των Γάλλων που τη λάτρευαν και τη λατρεύουν. Κι αν κάποιος τολμά να ψάχνει θετικά στις τραγωδίες, ένας τέτοιος απολογισμός του τρομερού σεισμού είναι η αποκάλυψη της υπόγειας λίμνης με τις τιρκουάζ αντανακλάσεις στα τοιχώματα του εκθαμβωτικού σπηλαίου της Μελισσάνης. Σήμερα, το απάνεμο λιμανάκι της Άσσου, με το Βενετσιάνικο κάστρο και τις μοβ μπουκαμβίλιες, είναι μία ζωντανή βιτρίνα της εκπληκτικής ομορφιάς του νησιού, μία πλήρης γεύση παραδοσιακής Ελλάδας.
Φτάνοντας στο σήμερα, η μεγαλύτερη Κεφαλονιά, με όρους ανέγγιχτης, παρθένας, φυσικής ομορφιάς, είναι η σταρ των Ιονίων. Μία φιλόξενη οικολογική φωλιά για τις φώκιες μονάχους-μονάχους και τις θαλάσσιες χελώνες καρέτα-καρέτα, που κάθε Ιούνιο εναποθέτουν σ’ αυτήν τη φύση τις ελπίδες τους για τη διαιώνισή τους, τη γη του Εθνικού Δρυμού του Αίνου, του ψηλότερου βουνού στα Επτάνησα, όπου ανάμεσα στα δάση με τα βαθυπράσινα, σχεδόν μαύρα, έλατα ζουν ελεύθερα ελάφια κι άγρια άλογα. Τόπος με απαστράπτοντα λιβάδια, αμπέλια και κρυμμένες σπηλιές, καταρράκτες, πικροδάφνες, κουδουνίσματα από αδέσποτες κατσίκες και αφόρητα μπλε παραλίες με κόντρα την πάλλευκη ψιλή άμμο που χρυσίζει στον ήλιο, πάντα θα αξίζει περισσότερο χώρο και χρόνο απ’ όσο μπορείς να της αφιερώσεις.
Η Κεφαλονιά αποτελεί μία πεμπτουσία αντιθέσεων. Είναι το Surf & Turf του Ιονίου. Ένα χάπι της Ευτυχίας που το καταπίνεις αργά, σε δόσεις. Πολυεπίπεδη και γοητευτικά κουρλή, περήφανη κι υπέροχα περίπλοκη.
Προφανώς αυτό οφείλεται και στην ευγενική, πνευματική κληρονομιά της: από τον Λασκαράτο και τον ναυτικό ποιητή Καββαδία μέχρι τους αληθινά φιλέλληνες Βρετανούς, όπως ο Νάπιερ, ο Ντάρελ και η Ελίζαμπεθ Λόνγκφορντ, που συχνά μνημονεύονται στην Κεφαλονιά, έχοντας τη δική τους θέση στους ημίθεους των ντόπιων. Και πάνω απ’ όλους αυτούς Λόρδος Βύρων και λίγοι γνωρίζουν το πέρασμά του από την Κεφαλονιά. Έτσι αν βρεθείς στην Καλλιθέα, στη Λακήθρα, ιδού η ευκαιρία: παρότι είναι απίθανο να πάρει το μάτι σου τουρίστες με T-shirt 'Captain Corelli', θα δεις πολλούς να προσπαθούν να εντοπίσουν τη μαρμαρένια πλάκα πάνω στο «Βράχο του Βύρωνα», εκεί όπου ο Λόρδος καθόταν κι έγραφε τα ποιήματά του, αγναντεύοντας το απέραντο γαλάζιο μέχρι μακριά στη Ζάκυνθο. Εκεί όπου ο ίδιος χάραξε, με το χέρι του και στα Ελληνικά, τη δική του ομολογία: «Κι αν είμαι ποιητής, στον αέρα της Ελλάδας το οφείλω…».